Μηνύματα φίλων και συγγενών (ναι-ναι της μαμάς μου) είχαν αρχίσει να έρχονται συνεχώς την τελευταία εβδομάδα με αφορμή το live gig του Nick Waterhouse στην Αθήνα, γνωρίζοντας την σχεδόν λατρεία που έχω στον ίδιο και τη μουσική του. Για να είμαι ειλικρινής όμως, θα σας εκμυστηρευτώ τώρα κάτι και σας παρακαλώ πάρα πολύ να μείνει εντελώς μεταξύ μας. Για να καταλάβετε, να τώρα ψιθυρίζω πάνω από το χαρτί πως το είχα ξεχάσει, κρατώντας το κεφάλι μου και κοιτώντας ταπεινά το πάτωμα. Στο background η συνέντευξη που μου παραχώρησε τρία χρόνια πριν, με αφορμή το φανταστικό “Promenade Blue”, ως μια ένδειξη μετάνοιας.
Όσο εγώ υπολογίζω πως είναι η τρίτη φορά που τον ακούω live και κλείνει επισήμως μια δεκαετία κατά την οποία επισκέπτεται την χώρα μας, τo Spotify είναι σε τυχαία αναπαραγωγή της δισκογραφίας του. Η αλήθεια είναι πως το shuffle είναι άκρως εκνευριστικό, εδώ όμως εξυπηρετεί τη δημιουργία μιας συγκεκριμένης ψυχοσωματικής συνθήκης, η οποία με μεταφέρει κατευθείαν στο Gazarte Ground Stage. Τα πρώτα κομμάτια είχαν ήδη γίνει παρελθόν , όταν άνοιξα την πόρτα και αντίκρισα τα πρασινο – γάλανα φώτα. Και νάτη ξανά η ίδια αίσθηση, η ίδια αντανακλαστική υπενθύμιση πως για λίγο μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να γίνω ένα από τα κορίτσια της δεκαετίας των50’s – 60’s αγναντεύοντας ένα από τα ηλιοβασιλέματα στον Ειρηνικό. Με την Έλενα συζητάμε πως το κοινό δεν γκρουβάρει αρκετά και καταλήγουμε πως δεν έχει πει ακόμα τα groovy κομμάτια του. Ωστόσο αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πόσο εκτιμούσε το κοινό την υπέροχη μουσική, η οποία ξεδιπλώνονταν μπροστά του και πόσο ζεστό ήταν το χειροκρότημα του κάθε φορά. Το “Sleeping Pills” με κάνει να σηκώσω πρώτη φορά το κινητό μου.
Πόσο μου είχαν λείψει τα κιθαριστικά σόλο του Nick Waterhouse! Αυτή τη φορά πιο άρτια, με πιο ψυχή και πιο ζεστά από ποτέ, όπως και τα φωνητικά του. Rhythm and Blues, garage rock, surf soul, rockabilly. Σέξι, φιλόδοξος, απελευθερωτικός, κουλ ήχος. Όπως ακριβώς και η μενταλιτέ του Waterhouse. Όλα σε τόσο αγνή μορφή και ταυτόχρονα με λίιιγο από τον αέρα του σήμερα. To “Songs For Winners” άρχισε για τα καλά να μας ζεσταίνει ακόμη περισσότερο ενώ το “I Feel An Urge Coming On” δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα για την εισαγωγή του “Katchi”. «Μωρέ τι ωραίο κοινό» σκέφτηκα από μέσα μου και όσο ο Nick χαλάρωνε, τόσο τα σόλο του ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο. Παρατήρησα όμως, πως δεν είχαμε καλή ανταπόκριση στις μπαλάντες του κάτι που κατάλαβε άμεσα και ο ίδιος. Και αναρωτήθηκα είναι το θερμό μας ταπεραμέντο που δεν πολύ θέλει την ησυχία και το μελόδραμα; ‘Η το εγωιστικό μας αυτί ήθελε να ακούσει αυτά που κάνουν την ψυχή να χορεύει ακόμα και στα δύσκολα; Απάντηση δεν έχω και προφανώς κάπου στη μέση βρίσκετε αυτό που ψάχνω.
Τα “Say I wanna know”, “L.A Turn Around”, “I Can Only Give You Everything”, “If You Want Trouble” μας έκαναν να χορεύουμε και να τραγουδάμε τους στίχους. Μα καλά που τα θυμήθηκα όλα ακόμα απορώ! Πόσο υπέροχη η μπάντα του! Πόσο αναλλοίωτη εδώ και μια δεκαετία η φοβερή και τρομερή Carol Hatchett στα βοηθητικά φωνητικά, η οποία ξεκάθαρα έβαλε το λιθαράκι της (κοτρόνα για την ακρίβεια), για να φτάσει το επίπεδο του χθεσινού show στο καθαρό δέκα. To gig ήταν ένα άρτιο, γεμάτο ρυθμό και ζωντάνια gig. Μικρό, αλλά γεμάτο. Δεν έφυγα δηλαδή έχοντας την αίσθηση ότι κάτι έλειπε. Εν κατακλείδι, θεωρώ πως ο Nick Waterhouse είναι ξεκάθαρα ένα από τα καλύτερα μουσικά πνεύματα που μας συμβαίνουν τώρα. Και σίγουρα ένας άξιος αναβιωτής της αθεντικής Rhythm and Blues εποχής.