Σκέφτομαι τι μπορώ να γράψω για έναν άνθρωπο με ενεργή καριέρα 65 ετών. Με τι οφείλω να πληροφορήσω τον αναγνώστη και τι να αποφύγω ώστε τα λόγια μου να μην τον κουράσουν. Μπορώ να παραλείψω κάτι; Θεωρώ πως όλα είναι εξαιρετικά σημαντικά για τη ζωή και το έργο του Charles Lloyd, ενός ανθρώπου που κράτησε για πρώτη φορά σαξόφωνο στα εννιά του χρόνια και από τότε αυτό έγινε φυσική προέκταση του εαυτού του. Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ βασικά λοιπόν.
Ο Charles Lloyd γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1938 στο Μέμφις του Τενεσί, όπου εκτέθηκε πολύ σε ήχους gospel, blues και jazz. Οι πρώτοι δάσκαλοί του περιλάμβαναν τον πιανίστα Phineas Newborn Jr. και τον σαξοφωνίστα Irvin Reason. Ο πιο στενός παιδικός του φίλος ήταν ο τρομπετίστας Booker Little. Ως έφηβος, ο Lloyd έπαιζε τζαζ με τον σαξοφωνίστα George Coleman, τον Harold Mabern και τον Frank Strozier, και ήταν συνοδός μουσικός για καλλιτέχνες μπλουζ όπως ο Bobby “Blue” Bland, ο Howlin’ Wolf και ο B.B. King, καθώς και για τον τραγουδιστή της R & B, Johnny Ace.
Το 1956, ο Lloyd έφυγε από το Μέμφις για το Λος Άντζελες για να πάρει πτυχίο στη μουσική στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, όπου σπούδασε με τον ειδικό στον Bartók, Halsey Stevens. Τη νύχτα, έπαιζε σε τζαζ κλαμπ με τον Ornette Coleman, τον Billy Higgins, τον Scott LaFaro, τον Don Cherry, τον Charlie Haden, τον Eric Dolphy, τον Bobby Hutcherson και άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες της τζαζ της δυτικής ακτής. Ήταν επίσης μέλος της μεγάλης μπάντας του Gerald Wilson.
Το 1960 ξεκινάει αυτή η σπουδαία καριέρα με δίσκους που τον αναδεικνύουν από πολύ νωρίς σε ηγετική φιγούρα της jazz μιας και καταφέρνει να ενσωματώσει στον ήχο του folk, rock και non-Western στοιχεία! Το 1964, ο Lloyd υπέγραψε με την CBS Records και άρχισε να ηχογραφεί ως «ηγέτης». Οι ηχογραφήσεις του με την Columbia, “Discovery!” το 1964 και το “Of Course, Of Course” το 1965, οδήγησαν στο να ψηφιστεί ως νέο αστέρι από το περιοδικό DownBeat. Στη Νέα Υόρκη το 1966, ο Lloyd σχημάτισε το “classic quartet”. Το ζωντανό άλμπουμ του κουαρτέτου το 1966, Forest Flower, ηχογραφημένο στο Monterey Jazz Festival, ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες ηχογραφήσεις τζαζ των μέσων της δεκαετίας του 1960, προσελκύοντας ένα ετερογενές κοινό τόσο από τους θαυμαστές της ροκ όσο και της τζαζ στην ακμάζουσα αντικουλτούρα των χίπις. Το κουαρτέτο έκανε περιοδεία σε όλη την Αμερική και την Ευρώπη. Το 1967, ο Lloyd ψηφίστηκε ως «Καλλιτέχνης της Χρονιάς» από το περιοδικό DownBeat. To 1989 ηχογραφεί πια για την ΕCM και από το 2015 στην Blue Note.
Όλα τα υπόλοιπα είναι μουσική ιστορία! Γι’ αυτό και εγώ δεν θα σας κουράσω άλλο! Την Πέμπτη 18 Ιουλίου αυτή η σπουδαία καριέρα κλείνει τον κύκλο της. Μαζί του στη σκηνή το συγκρότημα με κορυφαία ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, όπως ο πιανίστας και καλλιτεχνικός διευθυντής του Kennedy Center για την Jazz, Jason Moran, ο μπασίστας Larry Grenadier και ο ντράμερ Eric Harland. Σε μια συμμετοχή – έκπληξη συμπράττει μαζί τους, με τη λύρα του, ο Έλληνας μουσικός Σωκράτης Σινόπουλος.
Special Guest η Μαρία Φαραντούρη. Ο Λόιντ και η Μαρία Φαραντούρη συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη γενέτειρά του, τη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια το 2002. Έγιναν εκ τότε στενοί φίλοι και συνεργάτες και η συναυλία τους το 2010 στο Ηρώδειο μνημονεύεται ακόμα ως ένα από τα κορυφαία μουσικά γεγονότα της χώρας μας που γεφύρωσε τον τζαζ αυτοσχεδιασμό με την ελληνική μουσική, από τις αρχαίες μελωδίες έως τον Μίκη Θεοδωράκη και κυκλοφόρησε σε δίσκο με τεράστια επιτυχία. Aν δε έχετε ακούσει αυτόν τον δίσκο σας παρακαλώ κάντε αυτό το δώρο στον εαυτό σας.
Με αφορμή λοιπόν αυτή την τελευταία του συναυλία και την τιμή που αποτελεί η επιλογή αυτή για τον πολιτισμό μας, έκανα μια κουβέντα μαζί του προσπαθώντας να επικοινωνήσω με έναν άνθρωπο του οποίου τη ζωή θα μπορούσε να συγκριθεί με τρεις δικές μου…. Κυρίες και κύριοι απολαύστε τον υπέροχο Charles Lloyd….
Είστε ένας παγκόσμιος θρύλος της μουσικής, συγκεκριμένα της jazz, και είναι μεγάλη μου τιμή που συνομιλώ μαζί σας. Ακούγοντας τη μουσική σας κάποιος αντιλαμβάνεται όλη αυτή τη μαγεία. Θα ήθελα να μου πείτε εσείς, ποιο είναι το μαγικό συστατικό που σας δίνει η jazz μουσική και το σαξόφωνό σας, που κάνουν την καρδιά σας να χτυπάει δυνατά σε μια πορεία 65 ετών;
Όταν ήμουν μικρό παιδί, το οποίο μεγάλωνε στο Μέμφις, είδα και άκουσα ένα σαξόφωνο σε μια παρέλαση και άναψε ένα φως. Ήξερα ότι αυτό ήθελα να κάνω. Ήμουν τεσσάρων χρονών – έπρεπε να περιμένω μέχρι να γίνω 9 για να αποκτήσω επιτέλους ένα σαξόφωνο. Η μουσική ήταν η έμπνευση και η παρηγοριά μου. Η τζαζ μουσική συγκεκριμένα, είναι μια μουσική ελευθερίας και θαυμασμού… αυτή η έμπνευση συνεχίζει να με οδηγεί μέχρι και σήμερα.
Είναι μοναχική μουσική η jazz; Νομίζω πως όταν κάποιος δημιουργήσει, ενώσει ένα quartet ή ένα quintetto δεν δημιουργεί μια τυπική μπάντα. Νιώθω πως ο καθένας μουσικός ενώνει με τον άλλον τον δικό του ολοκληρωμένο μονόλογο και όλο αυτό για να γίνει ξανά ολόκληρο απαιτεί υποχωρήσεις και μικρό εγωισμό;
Η πράξη της σύνθεσης είναι μια μοναχική προσπάθεια και μπορεί να είναι μοναχική κάποιες φορές… κάθεσαι εκεί μόνος σου, αλλά σκέφτεσαι πώς θα ακούγεται όταν όλοι οι μουσικοί και τα στοιχεία του ήχου τους συνδυαστούν. Η πράξη του να έρθουμε μαζί είναι πάντα μια χαρούμενη στιγμή – και όταν βγάζουμε τα όργανά μας και αρχίζουμε να φτιάχνουμε μουσική μαζί, πρόκειται για την αμοιβαία αγάπη μας για εξερεύνηση. Όταν συνομιλούμε στη μουσική, δεν υπάρχουν εγώ, υπάρχει μόνο αγάπη.
Διαβάζω πως κάποια στιγμή στα 70’s εξαφανιστήκατε από την jazz σκηνή και ενταχθήκατε στο θρυλικό συγκρότημα των Beach Boys, ηχογραφούσατε γι’ αυτούς και τους συνοδεύατε στις live εμφανίσεις τους. Τι σας ώθησε σε αυτή την απόφαση και εκτιμώντας το τώρα, πια ανάγκη σας καλύψατε τότε;
Ο Mike Love κι εγώ γίναμε φίλοι στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αποδείχθηκε ότι ήταν θαυμαστές της μουσικής μου και ο Mike κι εγώ έχουμε την ίδια ημερομηνία γέννησης, 15 Μαρτίου. Όταν σταμάτησα τις δημόσιες εμφανίσεις και μετακόμισα στην Καλιφόρνια το 1969, με ζήτησαν να ηχογραφήσω στο Holland και το Surfs Up. Δεδομένου ότι δεν ήμουν σε περιοδεία με την μπάντα μου, με ρώτησαν αν μπορούσα να βγω στον δρόμο μαζί τους. Αυτό ήταν χρήσιμο κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής επειδή δεν είχα κανένα εισόδημα, έτσι αυτό ήταν χρήσιμο για την επιβίωσή μου.
Μου αρέσει πολύ που αποκαλείτε τη μουσική σας, μια μουσική που έχει “danced on many shores” . Μετά από 65 χρόνια πορείας έχετε δημιουργήσει ένα ρεύμα στην jazz και έχετε ενσωματώσει πολλά στοιχεία της word music μέσα της. Πώς βλέπετε την εξέλιξή της στο σήμερα;
Ο πλανήτης Γη είναι πολύ μικρός – μπορείς να είσαι οπουδήποτε θέλεις και να δεις και να ακούσεις ανθρώπους στην άλλη πλευρά του κόσμου σε ένα νανοδευτερόλεπτο. Οι ιδέες μοιράζονται ελεύθερα… τα σύνορα του διαχωρισμού έχουν διαλυθεί και αυτό αντικατοπτρίζεται στη μουσική.
Μιλώντας για word music θα ήθελα να σταθούμε για λίγο στη γνωριμία σας και στη βαθιά φιλία που αποκτήσατε με μια δική μας μουσική θρυλική μορφή, τη Μαρία Φαραντούρη. Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που σας πρότεινε να ακούσετε; Έχετε κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι συνδέσει με την ίδια;
Η Μαρία κι εγώ γνωριστήκαμε στη Σάντα Μπάρμπαρα – νομίζω ότι ήταν γύρω στο 2002 – όχι πολύ καιρό μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ήταν εδώ καλεσμένη από έναν φίλο μου, τον Jimmy Argyropoulos, για να δώσει μια συναυλία για τα εγκαίνια της Έδρας Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα. Δεν την ήξερα, αλλά με εντυπωσίασε απόλυτα η μεγάλη δύναμη της φωνής της και η έντονη ενέργεια που έφερε. Ήξερα ότι βρισκόμουν επί παρουσία μιας μεγάλης καλλιτέχνιδας. Έτσι, όταν είχα την επόμενη συναυλία μου στην Αθήνα, την κάλεσα να τραγουδήσει το “Blow Wind”, στον Λυκαβηττό. Αναπτύξαμε μια πολύ στενή φιλία και μοιραζόμασταν πάντα μουσικές ιδέες αργά τη νύχτα. Τραγουδούσε αρχαίους Βυζαντινούς ύμνους και τραγούδια του Θεοδωράκη. Ήμουν μαγεμένος. Ένα από τα πρώτα τραγούδια που με εντυπωσίασαν βαθιά ήταν το «Κράτησα Τη Ζωή Μου», του Μίκη. Το έχω κρατήσει στο ρεπερτόριό μου σε όλο τον κόσμο. Η Μαρία είναι καταπληκτική, η Μητέρα του Σύμπαντος, μια τόσο θετική δύναμη. Όταν ήμουν μικρός αγαπούσα την Billie Holiday – δεν κατάφερα ποτέ να τραγουδήσω μαζί της, αλλά τώρα έχω τη Μαρία Φαραντούρη!
Ακούγοντας τη ζωντανή ηχογράφηση του δίσκου “Athens Concert” το 2010, καταλαβαίνω πως εκτιμάται βαθιά την ελληνική παράδοση! Ποιο ήταν το έναυσμα γι’ αυτή τη σπουδή που κάνατε ουσιαστικά στη δική μας μουσική κληρονομιά;
Είναι όλα χάρη στη Μαρία – κάθε φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα, η Μαρία και η βοηθός της, Μαρία Χατζάρα, μου έδειχνα όλο και κάτι καινούργιο και μου δίδασκαν για την ιστορία μέσω ιστοριών και μουσικής. Δελφοί, Ναός του Απόλλωνα, Επίδαυρος, Μυκήνες. Και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μας για τη συναυλία το 2010, με πήρε να γνωρίσω τον Μίκη Θεοδωράκη. Περάσαμε πολλές ώρες μαζί του και αυτό ήταν ένα αποκορύφωμα στη ζωή μου. Μια τόσο μεγάλη έμπνευση σε κάθε επίπεδο.
Έχετε σκεφτεί την επόμενη μέρα της ολοκλήρωσης αυτού του κύκλου της καριέρας σας; Σας φαντάζομαι με μια βαλίτσα που θα έχει δύο αλλαξιές και το σαξόφωνό σας σε ένα σπίτι δίπλα σε μια λίμνη….
Είσαι κοντά. Αλλά δεν νομίζω ότι θα έχω βαλίτσα. Τα ταξίδια μου θα έχουν τελειώσει. Θα είμαι κοντά στη θάλασσα και σε ένα δάσος.
Τι να περιμένει το κοινό από εσάς στις 18 Ιουλίου στο Ηρώδειο;
Θα ερμηνεύσουμε μερικά από τα κομμάτια από τη νέα μας ηχογράφηση “The Sky Will Still Be There Tomorrow,” με την Blue Note Records, καθώς και μερικά του Θεοδωράκη, η Μαρία θα τραγουδήσει μερικά από τα τραγούδια μου – και μαζί με τις ενορχηστρώσεις που έχει κάνει για εμάς ο σπουδαίος μουσικός και συνθέτης σας, Σωκράτης Σινόπουλος, θα εκτελέσουμε μια σειρά τραγουδιών από αρχαίες Ελληνίδες ποιήτριες με μουσική της Λένας Πλάτωνος. Ξέρω ότι θα είναι μια πολύ ιδιαίτερη συναυλία σε μια ιερή σκηνή.